- μανδύας
- Είδος ενδύματος των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Τον μ. αποτελούσε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, το οποίο κάλυπτε όλο το σώμα φτάνοντας έως τα πόδια. Συγκρατιόταν με μια πόρπη στους ώμους ή στο στήθος. Οι Έλληνες τον φορούσαν τον χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι τον αντικαθιστούσαν με το ιμάτιο, ίδιου σχήματος αλλά από ελαφρότερο ύφασμα. Στην Ελλάδα ο μ. ήρθε από την Ασία. Άλλη παραλλαγή του κλασικού μ., σε ασιατικό ρυθμό, ήταν η χλαμύδα.
(Γεωλ.). Βλ. λ. Γη (Εσωτερική σύσταση της Γ.).
(Βιολ.). Προστατευτικό σώμα της επιδερμίδας των μαλακίων από το οποίο εκκρίνεται το όστρακο. Βλ. λ. μαλάκια.
* * *ο (AM μανδύας)1. είδος χειμερινού ενδύματος φτιαγμένου από ένα απλό ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα που έπαιρνε πάνω στο σώμα την ιδιαίτερη φόρμα του και ήταν συνήθως μάλλινο2. εξωτερικό ένδυμα τών μοναχών το οποίο έφεραν και οι πατριάρχες και οι επίσκοποι ως τακτικό ένδυμα εκτός τού ναού και το οποίο αργότερα μεταβλήθηκε σε επισκοπικό άμφιονεοελλ.1. η χλαίνη τών στρατιωτών2. (γεωφ.) τμήμα τής εσωτερικής δομής τών πλανητών και ιδιαίτερα τής Γης, το οποίο αποτελεί ενδιάμεσο στρώμα μεταξύ τού φλοιού και τού πυρήνα3. (βιολ.-ζωολ.) α) πλαγιο-ραχιαίο τμήμα τού τηλεγκεφάλου τών σπονδυλωτών, εκτός τών θηλαστικώνβ) μαλακό επικάλυμμα που σχηματίζεται από το τοίχωμα τού σώματος στα μαλάκια και στα βραχιονόποδα4. φρ. «μανδύας ψυχοπαθών» — ένδυμα που χρησιμοποιείται για την ακινητοποίηση τών ψυχοπαθών σε περιπτώσεις μανιακής κρίσης, αλλ. ζουρλομανδύαςνεοελλ.-μσν.επίσημος και πολυτελής επενδύτης τών ηγεμόνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μανδύα (ἡ), με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.